κωλοσαύρα

κωλοσαύρα
κωλοσαύρα, η (Μ)
σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροσαύρα, πιθ. με παρετυμολογική επίδραση τού ουσ. κῶλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”